- βενζινοκίνητος
- -η, -οαυτός που κινείται με βενζινοκινητήρα: Όλα τα ταχύπλοα σκάφη είναι βενζινοκίνητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βενζινοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με βενζίνη … Dictionary of Greek